μολύσματος

μολύσματος
μόλυσμα
spot
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθαρότητα — και καθαρότη, η (AM καθαρότης) [καθαρός] 1. η ιδιότητα τού καθαρού, καθαριότητα 2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα τής ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.) 2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες) η… …   Dictionary of Greek

  • πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • συνανάχρωσις — ώσεως, ἡ, Α [συναναχρώννυμι] 1. η με επαφή μετάδοση τού χρώματος 2. η μετάδοση μολύσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”